- ταξιδιάρης
- [таксидьярис] ουσ α любящий ездить, путешествовать, странствовать.
Эллино-русский словарь. 2014.
Эллино-русский словарь. 2014.
ταξιδιάρης — ο, Ν αυτός που τού αρέσουν τα ταξίδια ή αυτός που ταξιδεύει συχνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταξίδι + κατάλ. ιάρης (πρβλ. παιχνιδ ιάρης)] … Dictionary of Greek
ταξιδιάρης, -α, -ικο — αυτός που του αρέσουν τα ταξίδια ή που ταξιδεύει συχνά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ιάρης — κατάλ. πολλών επιθ. τής Νέας Ελληνικής που χρησιμοποιούνται και ως ουσ. Σχηματίστηκε από τη σύναψη τής κατάλ. αρης* με ι , το οποίο αποσπάστηκε από το θέμα λέξεων σε ι, ια, ιο κ.τ.ό. (πρβλ. αρρωστ ι άρης, γκριν ι άρης, παιχνιδ ι άρης, χτικ ι… … Dictionary of Greek
ταξιδευτής — ο, θηλ. ταξιδεύτρ(ι)α, Ν [ταξιδεύω] 1. αυτός που ταξιδεύει συχνά, ταξιδιάρης 2. ταξιδιώτης … Dictionary of Greek
φιλαπόδημος — η, ο / φιλαπόδημος, ον, ΝΑ αυτός που τού αρέσει να αποδημεί, να ξενιτεύεται αρχ. αυτός που τού αρέσει να ταξιδεύει, ταξιδιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἀπόδημος «ξενιτεμένος»] … Dictionary of Greek
φιλοτάξιδος — η, ο, Ν αυτός που τού αρέσουν τα ταξίδια, ταξιδιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + τάξιδος (< ταξίδι), πρβλ. καλο τάξιδος] … Dictionary of Greek
ταξιδευτής — ο θηλ. ταξιδεύτρ(ι)α 1. αυτός που ταξιδεύει συχνά, ο ταξιδιάρης: Πολλές φορές πάει στην Αθήνα· είναι ταξιδευτής. 2. ταξιδιώτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταξιδιάρικος — η, ο 1. αυτός που ταξιδεύει συστηματικά, διαβατάρικος: Ταξιδιάρικα πουλιά. 2. ταξιδιάρης (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλαπόδημος — η, ο αυτός που αγαπάει τα ταξίδια, ταξιδευτής, ταξιδιάρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)